αδιάγραπτος

αδιάγραπτος
και -φτος, -η, -ο [διαγράφω]
αυτός που δεν διαγράφτηκε ή δεν μπορεί να διαγραφτεί, απαράγραπτος, ακατάλυτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αδιάγραπτος — η, ο αυτός που δε διαγράφηκε ή δεν μπορεί να διαγραφεί: Τα χρέη προς το δημόσιο συνήθως είναι αδιάγραπτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπόσβεστος — η, ο (Α ἀναπόσβεστος, ον) [ἀποσβέννυμι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν αποσβέστηκε ή δεν μπορεί κανείς να αποσβέσει, αδιάγραπτος, ανεξίτηλος 2. αυτός που δεν εξοφλήθηκε, ανεξόφλητος, απλήρωτος αρχ. αυτός που δεν σβήνει, ο άσβηστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”